-
1 θελκτηριος
21) околдовывающий, волшебный(φίλτρα ἔρωτος Eur.)
2) чарующий, полный обаяния(ὄμματος τόξευμα Aesch.)
3) завлекающий, обольстительный(μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.)
4) успокаивающий, умиротворяющий(μύθου μῦθος θ. Aesch.)
См. также в других словарях:
φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό … Dictionary of Greek